οικονομολογία — η η οικονομική επιστήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικονομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε … Dictionary of Greek
οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή στον οικονομολόγο. επίρρ... οικονομολογικώς και ά από οικονομολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικονομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Καραθεοδωρή] … Dictionary of Greek
Βολφ, Γιούλους — (Julus Wolf, 1862 – 1937).Ελβετός οικονομολόγος. Αρχικά διορίστηκε καθηγητής στη Ζυρίχη και αργότερα δίδαξε οικονομολογία στο πανεπιστήμιο του Γκραϊφσβάλντ. Έγραψε πολλά έργα, τα οποία αναφέρονται στη διεθνή σοσιαλιστική πολιτική, στις… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: Οικονομική Εφορεία. 2. αυτός που κοστίζει λίγο, ο φτηνός: Η ζωή στην επαρχία είναι πιο οικονομική. 3. (ουσ.) οικονομική, η οικονομολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή τον οικονομολόγο: Οικονομολογική μελέτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικονομολόγος — ο, η 1. επιστήμονας που ασχολείται με την οικονομολογία (βλ. λ.). 2. αυτός που γνωρίζει να διαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά. 3. άνθρωπος προσεχτικός στις δαπάνες, αλλ. οικονόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)